Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντορβάς οι ντορβάδες
      γενική του ντορβά των ντορβάδων
    αιτιατική τον ντορβά τους ντορβάδες
     κλητική ντορβά ντορβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντορβάς < μετατροπή από «τ» σε «ντ» του τορβάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντορβάς αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία