Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντοκουμέντο τα ντοκουμέντα
      γενική του ντοκουμέντου των ντοκουμέντων
    αιτιατική το ντοκουμέντο τα ντοκουμέντα
     κλητική ντοκουμέντο ντοκουμέντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντοκουμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική documento < λατινική documentum < doceo

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /do.kuˈmen.to/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντοκουμέντο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία