Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντισιλίδικο τα ντισιλίδικα
      γενική του ντισιλίδικου των ντισιλίδικων
    αιτιατική το ντισιλίδικο τα ντισιλίδικα
     κλητική ντισιλίδικο ντισιλίδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντισιλίδικο < τουρκική dişli

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντισιλίδικο ουδέτερο

  • άλλη γραφή του ντισλίδικο
    Στους κορμούς τους, που είναι δουλεμένοι με ψιλό ντισιλίδικο, αποτυπώνεται η πλαστικότητα και η λεπτοδουλειά των γλυπτών της τελευταίας εικοσιπενταετίας του 4ου π.Χ. αιώνα. (*)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία