ντεϊστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντεϊστής | οι | ντεϊστές |
γενική | του | ντεϊστή | των | ντεϊστών |
αιτιατική | τον | ντεϊστή | τους | ντεϊστές |
κλητική | ντεϊστή | ντεϊστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντεϊστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντεϊστής αρσενικό
- → δείτε τη λέξη θεϊστής