Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντερσέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική dirsek (αγκώνας, καμπή) + < αραβική ديرسك

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντερσέκι ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.232.