ντερλίκωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντερλίκωμα < ντερλικώνω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντερλίκωμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η ενέργεια και συνέπεια του ντερλικώνω
- (μεταφορικά) απόλαυση φαγητού
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντερλίκωμα
|