Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντεντέκτιβ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

(επάγγελμα) → δείτε τη λέξη  ντέτεκτιβ