ντεκαποτάμπλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντεκαποτάμπλ < γαλλική décapotable
Επίθετο επεξεργασία
ντεκαποτάμπλ άκλιτο
- (για αυτοκίνητο) με πτυσσόμενη οροφή (κουκούλα)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντεκαποτάμπλ