ντεκαπάζ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντεκαπάζ θηλυκό ή/και ουδέτερο άκλιτο
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του μερικού ή ολικού αποχρωματισμού των μαλλιών
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντεκαπάζ
|
ντεκαπάζ θηλυκό ή/και ουδέτερο άκλιτο
|