Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεκαπάζ < γαλλική décapage

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντεκαπάζ θηλυκό ή/και ουδέτερο άκλιτο

  • η διαδικασία και το αποτέλεσμα του μερικού ή ολικού αποχρωματισμού των μαλλιών

  Μεταφράσεις επεξεργασία