Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νούρι < τουρκική nur < αραβική نور (nūr)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νούρι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία