νουμπάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νουμπάκι | τα | νουμπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | νουμπάκι | τα | νουμπάκια |
κλητική | νουμπάκι | νουμπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νουμπάκι < νουμπάς + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
νουμπάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
νουμπάκι
|