νοσφίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοσφίζομαι < αρχαία ελληνική νοσφίζομαι
Ρήμα επεξεργασία
νοσφίζομαι
- καθιστώ δικό μου κάτι που δεν μου ανήκει, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοσφίζομαι
|