νομπέτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νομπέτης | οι | νομπέτες |
γενική | του | νομπέτη | των | νομπετών |
αιτιατική | τον | νομπέτη | τους | νομπέτες |
κλητική | νομπέτη | νομπέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νομπέτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νομπέτης αρσενικό