Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νομιμοφάνεια οι νομιμοφάνειες
      γενική της νομιμοφάνειας των νομιμοφανειών
    αιτιατική τη νομιμοφάνεια τις νομιμοφάνειες
     κλητική νομιμοφάνεια νομιμοφάνειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομιμοφάνεια < νομιμοφανής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νομιμοφάνεια θηλυκό

  • η ιδιότητα του νομιμοφανούς, το να φαίνεται κάτι σύμφωνο με τους νόμους χωρίς να είναι και στην ουσία του νόμιμο ή δίκαιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία