νομεύς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νομεύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νομεύς
Ουσιαστικό επεξεργασία
νομεύς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο νομεύς)
- (απαρχαιωμένο, επάγγελμα) → δείτε τη λέξη νομέας
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομεύς
→ δείτε τη λέξη νομέας |
Πηγές επεξεργασία
- λήγουν σε -νομεύς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- νομεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νομεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.