Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομεύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νομεύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νομεύς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο νομεύς)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία