νοικοκυροπούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νοικοκυροπούλα | οι | νοικοκυροπούλες |
γενική | της | νοικοκυροπούλας | — | |
αιτιατική | τη | νοικοκυροπούλα | τις | νοικοκυροπούλες |
κλητική | νοικοκυροπούλα | νοικοκυροπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοικοκυροπούλα < νοικοκοιρ(ά) + -οπούλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
νοικοκυροπούλα θηλυκό
- νεαρή νοικοκυρά
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοικοκυροπούλα
|