νοερά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
νοερά
- κατά τρόπο νοερό (και όχι στην πραγματικότητα), με το νου, με τη φαντασία
- διαβάζοντας το βιβλίο αυτό επισκέπτεται κανείς νοερά τα μέρη από τα οποία πέρασε ο Μάρκο Πόλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
νοερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νοερό