Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νοβολάνος οι νοβολάνοι
      γενική του νοβολάνου των νοβολάνων
    αιτιατική τον νοβολάνο τους νοβολάνους
     κλητική νοβολάνε νοβολάνοι
Οι κλιτικοί τύποι, όπως στην κοινή νεοελληνική.
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοβολάνος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νοβολάνος αρσενικό (επτανησικό ιδίωμα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .