Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νιτσεράδα οι νιτσεράδες
      γενική της νιτσεράδας των νιτσεράδων
    αιτιατική τη νιτσεράδα τις νιτσεράδες
     κλητική νιτσεράδα νιτσεράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νιτσεράδα < ιταλική incerata < κηρός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νιτσεράδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία