νιτερέσο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νιτερέσο | τα | νιτερέσα |
γενική | του | νιτερέσου | των | νιτερέσων |
αιτιατική | το | νιτερέσο | τα | νιτερέσα |
κλητική | νιτερέσο | νιτερέσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νιτερέσο ουδέτερο
- άλλη μορφή του ιντερέσο
Μεταφράσεις επεξεργασία
νιτερέσο
→ δείτε τη λέξη ιντερέσο |