νισαντήρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νισαντήρι | τα | νισαντήρια |
γενική | του | νισαντηριού | των | νισαντηριών |
αιτιατική | το | νισαντήρι | τα | νισαντήρια |
κλητική | νισαντήρι | νισαντήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νισαντήρι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική نشادر (nişadır) (όπως η τουρκική nişadır) < περσική نوشادر (nūşādur). Παλιότερη γραφή με ήτα (αποδίδοντας το τουρκικό ı και παρόμοιο με τα ελληνικά ουδέτερα σε -ήρι).
Προφορά επεξεργασία
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νι‐σα‐ντή‐ρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
νισαντήρι ουδέτερο
- (ανεπίσημο, χημεία) το χλωριούχο αμμώνιο ή αμμωνιακό άλας, χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό των μεταλλικών επιφανειών από τη σκουριά
Άλλες γραφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νισαντήρι
|
Πηγές επεξεργασία
- «νισαντήρι» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- νισαντίρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας