Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νιονιό < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νιονιό ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • δεν έχεις καθόλου νιονιό μέσα;
  • δεν έχει κουκούτσι νιονιό

  Μεταφράσεις επεξεργασία