νικελώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
νικελώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νικελώνω
- θα νικελώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νικελώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
νικελώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νικέλωση