νηφάλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νηφάλια < νηφάλιος
Επίρρημα επεξεργασία
νηφάλια
- με ηρεμία και αταραξία
- με πνευματική διαύγεια και ευθυκρισία
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νηφάλια
|