νησίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νησίδιο | τα | νησίδια |
γενική | του | νησίδιου | των | νησίδιων |
αιτιατική | το | νησίδιο | τα | νησίδια |
κλητική | νησίδιο | νησίδια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νησίδιο < αρχαία ελληνική νησίδιον, υποκοριστικό του νῆσος
Ουσιαστικό επεξεργασία
νησίδιο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του νησίδα
- (ανατομία) σύνολο από κύτταρα ή σωμάτιο που επιτελεί κάποια ειδική λειτουργία σ’ έναν οργανισμό
- Τα νησίδια του Langerham
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη νησί
Μεταφράσεις επεξεργασία
νησίδιο
|