Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεφροτομή οι νεφροτομές
      γενική της νεφροτομής των νεφροτομών
    αιτιατική τη νεφροτομή τις νεφροτομές
     κλητική νεφροτομή νεφροτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεφροτομή (μαρτυρείται από το 1829)[1]< νεφρ(ο) + -ο- + -τομή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεφροτομή θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση όλου ή μέρους του νεφρού

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 696, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου