νεφρί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νεφρί | τα | νεφριά |
γενική | του | νεφριού | των | νεφριών |
αιτιατική | το | νεφρί | τα | νεφριά |
κλητική | νεφρί | νεφριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεφρί ουδέτερο
- (ανατομία) άλλη μορφή του νεφρό
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεφρί
|