Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νευρομυελίτιδα οι νευρομυελίτιδες
      γενική της νευρομυελίτιδας των νευρομυελίτιδων
    αιτιατική τη νευρομυελίτιδα τις νευρομυελίτιδες
     κλητική νευρομυελίτιδα νευρομυελίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευρομυελίτιδα < νευρο- + μυελός + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευρομυελίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) η οπτική νευρομυελίτιδα είναι νευρολογική πάθηση, απομυελινωτική νόσος του κεντρικού νευρικού συστήματος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία