Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νευροδερματίτιδα οι νευροδερματίτιδες
      γενική της νευροδερματίτιδας των νευροδερματίτιδων
    αιτιατική τη νευροδερματίτιδα τις νευροδερματίτιδες
     κλητική νευροδερματίτιδα νευροδερματίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροδερματίτιδα < νερυο- + δέρμα, δέρματ-ος + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευροδερματίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) δερματική νόσος η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο κνησμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία