↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νευριασμός οι νευριασμοί
      γενική του νευριασμού των νευριασμών
    αιτιατική τον νευριασμό τους νευριασμούς
     κλητική νευριασμέ νευριασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νευριασμός < νευριάζω + -μός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νευριασμός αρσενικό

  • (σπάνιο, προφορικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του νευριάζω
    ※  Με τα σπαστά ελληνικά του και αυτές τις περίεργες λέξεις που δημιούργησε όπως αυτό το «Πανεπιστήμονας», ή το «νευριασμός», ή το «περιμενούσαμε» η μία ιστορία διαδεχόταν την άλλη και η φωνή ανέβαζε… volume (Ένας “δύσκολος”, χαρισματικός δάσκαλος (αναφορά στον Ντούσαν Ίβκοβιτς), 17/09/2021 [1])

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • νευριασμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία