Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεραϊδόπουλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
νεραϊδόπουλ
ο
τα
νεραϊδόπουλ
α
γενική
του
νεραϊδόπουλ
ου
των
νεραϊδόπουλ
ων
αιτιατική
το
νεραϊδόπουλ
ο
τα
νεραϊδόπουλ
α
κλητική
νεραϊδόπουλ
ο
νεραϊδόπουλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεραϊδόπουλο
<
νεράιδα
+
-όπουλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεραϊδόπουλο
ουδέτερο
υποκοριστικό
του
νεράιδα
το
παιδί
μιας
νεράιδας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεραϊδόπουλο