Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοχριστιανισμός οι νεοχριστιανισμοί
      γενική του νεοχριστιανισμού των νεοχριστιανισμών
    αιτιατική τον νεοχριστιανισμό τους νεοχριστιανισμούς
     κλητική νεοχριστιανισμέ νεοχριστιανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοχριστιανισμός < νεο- + χριστιανισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεοχριστιανισμός αρσενικό

  • θρησκευτικοφιλοσοφική κίνηση του τέλους του 19ου αιώνα που ξεκίνησε στην Ευρώπη από τη Ρωσία με τις περί του Χριστιανισμού θεωρίες του Λέοντος Τολστόι, η οποία επεδίωκε τον συμβιβασμό των διαφόρων χριστιανικών ομολογιών με εξεύρεση κοινής βάσης συνεννόησης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία