νεοφιλελευθερισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοφιλελευθερισμός < νεο- + φιλελευθερισμός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική néo-libéralisme [1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοφιλελευθερισμός αρσενικό
- (πολιτική) ιδεολογικό και πολιτικό κίνημα του β΄ μισού του 20ού αι., το οποίο, ως έκφραση του οικονομικού φιλελευθερισμού, επιζητά τη δραστική μείωση της συμμετοχής και του ρόλου του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα
- ↪ Θεωρώ ότι ο φιλελευθερισμός του πρώτου τύπου, αυτός που τονίζει την ενότητα ελευθερίας και ισότητας, είναι ηθικά υπέρτερος του νεοφιλελευθερισμού. (Το Βήμα, 15 Σεπτ. 1996)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοφιλελευθερισμός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νεοφιλελευθερισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας