νεοπλουτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοπλουτισμός < νεόπλουτος + -ισμός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.o.plu.tiˈzmos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοπλουτισμός αρσενικό
- το να είναι κάποιος νεόπλουτος και να έχει τη σχετική νοοτροπία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοπλουτισμός
|