νεοδημοκράτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοδημοκράτης < Νέα Δημοκρατία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοδημοκράτης αρσενικό
- (πολιτική): πολιτικός οπαδός, υποστηρικτής, ή βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοδημοκράτης
|