νενέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νενέ < (άμεσο δάνειο) τουρκική nene
Ουσιαστικό επεξεργασία
νενέ θηλυκό άκλιτο
- (λαϊκότροπο) η γιαγιά
- ※ Η μάνα μου η Αλισαβώ | και η νενέ μου η Τζεβώ | είχαν συχνά μπελάδες | γιατί μας βγάζαν αβανιές | πως στου σπιτιού μας τις γωνιές | κρύβαμε κατσιρμάδες
Μεταφράσεις επεξεργασία
νενέ
→ δείτε τη λέξη γιαγιά |