Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νενέ < (άμεσο δάνειο) τουρκική nene

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νενέ θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία