Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεκρότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
νεκρότητ
α
οι
νεκρότητ
ες
γενική
της
νεκρότητ
ας
των
νεκροτήτ
ων
αιτιατική
τη
νεκρότητ
α
τις
νεκρότητ
ες
κλητική
νεκρότητ
α
νεκρότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεκρότητα
< εκκλησιαστικό
νεκρότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεκρότητα
θηλυκό
(
σπάνιο
) το να είναι κανείς
νεκρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεκρότητα