νεκροτομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεκροτομία θηλυκό
- (ιατρική) τομή και εξέταση νεκρού σώματος για νεκροψία
- ※ Από τη νεκροτομία που θα γίνει σήμερα αναμένεται να διευκρινιστούν τα αίτια θανάτου 15χρονου [1]
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεκροτομία
|