Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεανικά < νεανικός

  Επίρρημα επεξεργασία

νεανικά

  1. με νεανικό τρόπο
    ντύνεται νεανικά παρά την ηλικία του

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

νεανικά