Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναύσταθμος οι ναύσταθμοι
      γενική του ναύσταθμου
ναυστάθμου
των ναύσταθμων
ναυστάθμων
    αιτιατική τον ναύσταθμο τους ναύσταθμους
ναυστάθμους
     κλητική ναύσταθμε ναύσταθμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναύσταθμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ναύσταθμος < αρχαία ελληνική ναύσταθμον (ουδέτερο) [1] < ναῦς (ναυς, πλοίο) + σταθμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈnaf.staθ.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναύ‐σταθ‐μος
παλιότερος συλλαβισμός: ναύ‐στα‐θμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναύσταθμος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ναυς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία