Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναυτότοπος οι ναυτότοποι
      γενική του ναυτότοπου των ναυτότοπων
    αιτιατική τον ναυτότοπο τους ναυτότοπους
     κλητική ναυτότοπε ναυτότοποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυτότοπος < ναυτό- + -τοπος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /naˈfto.to.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναυ‐τό‐το‐πος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναυτότοπος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • ναυτότοπος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)