Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυλώνω < (ελληνιστική κοινή) ναυλόω / ναυλῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ναυλώνω (παθητική φωνή: ναυλώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία