Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νατουραλιζέ < γαλλική naturalisé < naturaliser < λατινική naturalis < natura

  Επίθετο επεξεργασία

νατουραλιζέ άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία