ναστόλιθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ναστόλιθος | οι | ναστόλιθοι |
γενική | του | ναστόλιθου & ναστολίθου |
των | ναστόλιθων & ναστολίθων |
αιτιατική | τον | ναστόλιθο | τους | ναστόλιθους & ναστολίθους |
κλητική | ναστόλιθε | ναστόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναστόλιθος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναστόλιθος
|