Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναρκώνω < ελληνιστική κοινή ναρκόω / ναρκῶ < αρχαία ελληνική νάρκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)nerq- < *(s)ner- (γυρίζω, στρέφω) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική narcose)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /naɾˈko.no/

  Ρήμα επεξεργασία

ναρκώνω, πρτ.: νάρκωνα, στ.μέλλ.: θα ναρκώσω, αόρ.: νάρκωσα, παθ.φωνή: ναρκώνομαι, μτχ.π.π.: ναρκωμένος

  1. φέρνω κάποιον σε κατάσταση νάρκης ή υπνηλίας
    αυτή η σιγανή μουσική με ναρκώνει
    οι απαγωγείς νάρκωσαν το θύμα τους με μια υπνωτική ένεση
  2. (ιατρική) χορηγώ σε κάποιον αναισθητική ουσία πριν από χειρουργική επέμβαση
     συνώνυμα: αναισθητοποιώ

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία