Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναρκοθετούμαι, παθητική φωνή του ναρκοθετώ

  Ρήμα επεξεργασία

ναρκοθετούμαι

→ δείτε τη λέξη ναρκοθετώ