Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νανοσωμία οι νανοσωμίες
      γενική της νανοσωμίας των νανοσωμιών
    αιτιατική τη νανοσωμία τις νανοσωμίες
     κλητική νανοσωμία νανοσωμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νανοσωμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nanosomie < αρχαία ελληνική νᾶνος + σῶμα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /na.no.soˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: να‐νο‐σω‐μί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νανοσωμία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία