Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μύρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
μύρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
μυρίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
μυρίζω