μότα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μότα | οι | μότες |
γενική | της | μότας | των | μοτών |
αιτιατική | τη | μότα | τις | μότες |
κλητική | μότα | μότες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μότα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μότα θηλυκό (κυπριακά)
Μεταφράσεις επεξεργασία
σερβιέτα
→ δείτε τη λέξη σερβιέτα |
δειλός, αδύνατος
|