μωσαϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμωσαϊσμός αρσενικό
- (θρησκεία): σύνολο αρχών και κανόνων, θρησκευτικών και πολιτικών, που σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη αποδίδονται στον Μωυσή
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μωσαϊσμός
|